ακόρεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακόρεστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόρεστος
- (χημική έννοια) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική insaturé[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈko.ɾe.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐ρε‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακόρεστος, -η, -ο
- αυτός που δεν χορταίνει ή δεν μπορεί να χορτάσει, αυτός που δεν ικανοποιείται εύκολα, αχόρταγος, αχόρταστος, αδηφάγος
- (χημεία) ακόρεστη ένωση: είναι η ένωση της οποίας οι άνθρακες συνδέονται με διπλούς ή και τριπλούς ομοιοπολικούς δεσμούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακόρεστος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ακόρεστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)