ακόσμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακόσμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόσμητος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈko.zmi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κό‐σμη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακόσμητος, -η, -ο
- που δε στολίστηκε, ο αστόλιστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ακόσμητα (επίρρημα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακόσμητος
→ δείτε τη λέξη αστόλιστος |
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)