αλάβαστρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλάβαστρος | οι | αλάβαστροι |
γενική | του | αλάβαστρου & αλαβάστρου |
των | αλάβαστρων & αλαβάστρων |
αιτιατική | τον | αλάβαστρο | τους | αλάβαστρους & αλαβάστρους |
κλητική | αλάβαστρε | αλάβαστροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Δείτε και το αλάβαστρο. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλάβαστρος < αρχαία ελληνική ἀλάβαστρος, ἀλάβαστος. Δείτε και το αλάβαστρο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈla.va.stɾos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λά‐βα‐στρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλάβαστρος αρσενικό
- → δείτε τη λέξη αλάβαστρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)