αλάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλάνι τα αλάνια
      γενική του αλανιού των αλανιών
    αιτιατική το αλάνι τα αλάνια
     κλητική αλάνι αλάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική alan + < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική آلاڭ (alañ) < παλαιά τουρκικά alaŋ < πρωτοτουρκική *ala-n / *ala-ŋ < αραβική عَلَن ("δημόσιος").

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλάνι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) ανοιχτός χώρος σε αστικό περιβάλλον
  2. παιδί του δρόμου, που τριγυρίζει
    ※  Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα
    και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα
    Τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι είν’ η ζωή
    θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Είμαστε αλάνια, (1951) Μαρίκα Νίνου, στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης.
     συνώνυμα: αγυιόπαιδο, αλητάκος, αλητάμπουρας, αλητόπαιδο, μαγκάκι, χαμίνι
  3. άνθρωπος της παρανομίας, του υποκόσμου
     συνώνυμα: αλάνης, αλανιάρης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]