αλέκτορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλέκτορας | οι | αλέκτορες |
γενική | του | αλέκτορα | των | αλεκτόρων |
αιτιατική | τον | αλέκτορα | τους | αλέκτορες |
κλητική | αλέκτορα | αλέκτορες | ||
Δείτε επίσης, «αλέκτωρ» και το αρχαίο «ἀλέκτωρ» | ||||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλέκτορας < αρχαία ελληνική ἀλέκτωρ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλέκτορας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλέκτορας
→ δείτε τη λέξη κόκορας |