αλίπαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλίπαντος < μεσαιωνική ελληνική αλίπαντος < α- + λιπαίνω
Επίθετο[επεξεργασία]
αλίπαντος
- που δεν του έχουν βάλει λιπαντικές ουσίες
- που δεν έχει λίπασμα