αλαζονικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαζονικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αλαζονικός
- που χαρακτηρίζει ή ταιριάζει με τον αλαζόνα, αυτόν που αντιμετωπίζει τον κόσμο με υπερβολική περηφάνια για τον εαυτό του και περιφρόνηση για άλλους, που τους θεωρεί κατώτερους
- Ο τηλεοπτικός δρ Χάουζ είναι προκλητικός, κυνικός, με δύσκολο, απότομο χαρακτήρα, συχνά αλαζονικός και πάντα ευφυέστατος. (Τα Νέα, Ο καταθλιπτικός δρ Χάουζ, 18 Φεβρουαρίου 2009)