αλαλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.laˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐λιά‐ζω
- παρώνυμο: αλαλάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αλαλιάζω, πρτ.: αλάλιαζα, αόρ.: αλάλιασα, παθ.φωνή: αλαλιάζομαι, μτχ.π.π.: αλαλιασμένος [2]
- (λαϊκότροπο)
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον άλλο να πάθει σύγχυση, να ζαλιστεί, να χάσει τα μυαλά του
- (αμετάβατο) χάνω τα λογικά μου και την ψυχραιμία μου από μια συμφορά ή μια αναποδιά που εγώ θεωρώ πολύ σημαντική, τα χάνω, φέρομαι σαν παράφρων
- ↪ Όταν έμαθα ότι θα κλείσει η εταιρία, αλάλιασα.
- ≈ συνώνυμα: ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, παλαβώνω, τρελαίνομαι, θορυβούμαι, αναστατώνομαι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλαλιάζω | αλάλιαζα | θα αλαλιάζω | να αλαλιάζω | αλαλιάζοντας | |
β' ενικ. | αλαλιάζεις | αλάλιαζες | θα αλαλιάζεις | να αλαλιάζεις | αλάλιαζε | |
γ' ενικ. | αλαλιάζει | αλάλιαζε | θα αλαλιάζει | να αλαλιάζει | ||
α' πληθ. | αλαλιάζουμε | αλαλιάζαμε | θα αλαλιάζουμε | να αλαλιάζουμε | ||
β' πληθ. | αλαλιάζετε | αλαλιάζατε | θα αλαλιάζετε | να αλαλιάζετε | αλαλιάζετε | |
γ' πληθ. | αλαλιάζουν(ε) | αλάλιαζαν αλαλιάζαν(ε) |
θα αλαλιάζουν(ε) | να αλαλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλάλιασα | θα αλαλιάσω | να αλαλιάσω | αλαλιάσει | ||
β' ενικ. | αλάλιασες | θα αλαλιάσεις | να αλαλιάσεις | αλάλιασε | ||
γ' ενικ. | αλάλιασε | θα αλαλιάσει | να αλαλιάσει | |||
α' πληθ. | αλαλιάσαμε | θα αλαλιάσουμε | να αλαλιάσουμε | |||
β' πληθ. | αλαλιάσατε | θα αλαλιάσετε | να αλαλιάσετε | αλαλιάστε | ||
γ' πληθ. | αλάλιασαν αλαλιάσαν(ε) |
θα αλαλιάσουν(ε) | να αλαλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλαλιάσει | είχα αλαλιάσει | θα έχω αλαλιάσει | να έχω αλαλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλαλιάσει | είχες αλαλιάσει | θα έχεις αλαλιάσει | να έχεις αλαλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλαλιάσει | είχε αλαλιάσει | θα έχει αλαλιάσει | να έχει αλαλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλαλιάσει | είχαμε αλαλιάσει | θα έχουμε αλαλιάσει | να έχουμε αλαλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλαλιάσει | είχατε αλαλιάσει | θα έχετε αλαλιάσει | να έχετε αλαλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλαλιάσει | είχαν αλαλιάσει | θα έχουν αλαλιάσει | να έχουν αλαλιάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ αλαλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Και με παθητικό τύπο - αλαλιάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας