αλαμπουρνέζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλαμπουρνέζος οι αλαμπουρνέζοι
      γενική του αλαμπουρνέζου των αλαμπουρνέζων
    αιτιατική τον αλαμπουρνέζο τους αλαμπουρνέζους
     κλητική αλαμπουρνέζε αλαμπουρνέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλαμπουρνέζος < δεν είναι πιθανή[1] η αναγωγή στην ιταλική allaburnese, απλολογία από τη φράση alla Liburnese[2] < Liburni < λατινική Liburni[3], πληθυντικός αριθμός του Liburnus
Δείτε αλαμπουρνέζικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.la.buɾˈne.zos/
ΔΦΑ : /a.lam.buɾˈne.zos/ [4]
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐μπουρ‐νέ‐ζος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλαμπουρνέζος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αλαμπουρνέζικος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πβ. ιταλικά livornese
  3. Οι Λιβούρνοι (Liburni) ήταν αρχαίο ιλλυρικό φύλο που κατοικούσαν στην Λιβουρνία (Liburnia), παραθαλάσσια περιοχή στην βορειοανατολική ακτή της Αδριατικής, ανάμεσα στους ποταμούς Arsia (Raša) και Titius (Krka)
  4. αλαμπουρνέζικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  5. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .