αλανιάρισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλανιάρισσα οι αλανιάρισσες
      γενική της αλανιάρισσας
    αιτιατική την αλανιάρισσα τις αλανιάρισσες
     κλητική αλανιάρισσα αλανιάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλανιάρισσα < αλανιάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλανιάρισσα θηλυκό (& αλανιάρα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλανιάρης