αλατοφύλακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλατοφύλακας οι αλατοφύλακες
      γενική του αλατοφύλακα των αλατοφυλάκων
    αιτιατική τον αλατοφύλακα τους αλατοφύλακες
     κλητική αλατοφύλακα αλατοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλατοφύλακας < αλάτ(ι) + -ο- + -φύλακας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.la.toˈfi.la.kas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐το‐φύ‐λα‐κας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλατοφύλακας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]