αλβανίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλβανίστρια < αλβανισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /al.vaˈni.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νί‐στρι‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλβανίστρια θηλυκό
- θηλυκό του αλβανιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλβανίστρια
→ δείτε τη λέξη αλβανολόγος |
Πηγές[επεξεργασία]
- αλβανιστής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας