αλδεΰδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αλδεΰδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλδεΰδη
- κατηγορία χημικών ενώσεων που φέρουν στο μόριό τους αλδεϋδομάδα