αλεξίπτωτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλεξίπτωτο | τα | αλεξίπτωτα |
γενική | του | αλεξίπτωτου & αλεξιπτώτου |
των | αλεξίπτωτων & αλεξιπτώτων |
αιτιατική | το | αλεξίπτωτο | τα | αλεξίπτωτα |
κλητική | αλεξίπτωτο | αλεξίπτωτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεξίπτωτο < αλεξι- (< αρχαία ελληνική ἀλέξω, απομακρύνω) και πτωτός, που μπορεί να πέσει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεξίπτωτο ουδέτερο
- συσκευή που, με το άνοιγμά της, αποβλέπει στο φρενάρισμα της πτώσης αντικειμένων, χάρη στην αντίσταση του αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεξίπτωτο
|