αλεξιπτωτίστρια
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αλεξιπτωτίστρια | αλεξιπτωτίστριες |
γενική | αλεξιπτωτίστριας | αλεξιπτωτιστριών |
αιτιατική | αλεξιπτωτίστρια | αλεξιπτωτίστριες |
κλητική | αλεξιπτωτίστρια | αλεξιπτωτίστριες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεξιπτωτίστρια < αλεξιπτωτιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεξιπτωτίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη: αλεξιπτωτιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεξιπτωτίστρια