αλεξιπτωτίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεξιπτωτίστρια < αλεξιπτωτιστής + -τρια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεξιπτωτίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αλεξιπτωτιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεξιπτωτίστρια