αλεπουδίζω
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]αλεπουδίζω
- (λαϊκότροπο) συμπεριφέρομαι πονηρά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αμάρτυρο: *αλεπουδεύω (με διαφορετική σημασία) στις μορφές:
- ιδιωματικό, Χίος: αλεπουδεύγω
- ποντιακά: 'λαπουδεύω
- αρχαία ελληνικά: ἀλωπεκίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλεπουδίζω
|