αλεσφακιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλεσφακιά | οι | αλεσφακιές |
γενική | της | αλεσφακιάς | των | αλεσφακιών |
αιτιατική | την | αλεσφακιά | τις | αλεσφακιές |
κλητική | αλεσφακιά | αλεσφακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεσφακιά < ἐλελίσφακος ή ἐλελίσφακον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεσφακιά θηλυκό ή αλισφακιά
- το φασκόμηλο σε ροδιακή διάλεκτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αλεσφακιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεσφακιά
|