αλετροπόδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλετροπόδα < αλέτρι + πόδι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλετροπόδα θηλυκό