αλευρέμπορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευρέμπορας οι αλευρέμπορες
      γενική του αλευρέμπορα των αλευρέμπορων
    αιτιατική τον αλευρέμπορα τους αλευρέμπορες
     κλητική αλευρέμπορα αλευρέμπορες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Συγκρίνετε με την κλίση του αλευρέμπορος.
Και αλευρεμπόροι στην ονοματική και
κλητική του πληθυντικού
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρέμπορας < αλευρ- + -έμπορας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευρέμπορας αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]