αλευρίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρίλα οι αλευρίλες
      γενική της αλευρίλας
    αιτιατική την αλευρίλα τις αλευρίλες
     κλητική αλευρίλα αλευρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρίλα < αλεύρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευρίλα θηλυκό

  1. η χαρακτηριστική οσμή των αλεύρων
  2. ιδιαίτερα η οσμή των αλευραποθηκών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]