αλευριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευριά | οι | αλευριές |
γενική | της | αλευριάς | των | αλευριών |
αιτιατική | την | αλευριά | τις | αλευριές |
κλητική | αλευριά | αλευριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευριά θηλυκό
- (γαστρονομία) συνώνυμο του αλευρέα, χυλός με αλεύρι, νερό και άλλα συστατικά (π.χ. κρέας, πετιμέζι)
- άλλες μορφές: αλευρέα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αλευρέα
- αλευροζούμι
- αλευρόνερο
- γρούτα (ποντιακά)
- γρούτη (κυπριατικά)
- κουρκούτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευριά
|
Πηγές[επεξεργασία]
- [{Π:ΛΚΝ}}
- αλευριά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό Λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)