αλευριτέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλευριτέλαιο | τα | αλευριτέλαια |
γενική | του | αλευριτέλαιου & αλευριτελαίου |
των | αλευριτέλαιων & αλευριτελαίων |
αιτιατική | το | αλευριτέλαιο | τα | αλευριτέλαια |
κλητική | αλευριτέλαιο | αλευριτέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλευριτέλαιο < Αλευρίτ(ης) + -έλαιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλευριτέλαιο ουδέτερο
- το λάδι, χαρακτηριστικής οσμής, που λαμβάνεται από τους σπόρους του φυτού Αλευρίτης, που χρησιμοποιείται σε βερνίκια και χρώματα ως στεγανοποιητικό, σε επικάλυψη μουσαμάδων και παραγωγή λινέλαιου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευριτέλαιο