αλευροβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλευροβιομηχανία < άλευρο + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευροβιομηχανία θηλυκό
- η βιομηχανία που έχει ως αντικείμενο την παραγωγή αλεύρων