αλευροδόχη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευροδόχη οι αλευροδόχες
      γενική της αλευροδόχης των αλευροδοχών
    αιτιατική την αλευροδόχη τις αλευροδόχες
     κλητική αλευροδόχη αλευροδόχες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροδόχη < αλεύρ(ι) + -ο- + -δόχη (< δέχομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευροδόχη θηλυκό, πληθυντικός αλευροδόχες

  1. η ξύλινη μεγάλη σκάφη των αλευρόμυλων όπου συγκεντρώνεται το παραγόμενο αλεύρι κατά την άλεση από τη μυλόπετρα.
  2. ο μεγάλος κώνος υποδοχής των αλεύρων κατά την άλεση από τους κυλινδρόμυλους μιας αλευροβιομηχανίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]