αλευροζυγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευροζυγός οι αλευροζυγοί
      γενική του αλευροζυγού των αλευροζυγών
    αιτιατική τον αλευροζυγό τους αλευροζυγούς
     κλητική αλευροζυγέ αλευροζυγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροζυγός < αλεύρι + ζυγός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευροζυγός αρσενικό

  1. αυτόματη αλευρομηχανή, ζύγισης αλεύρων, για την ενσάκιση αυτών
  2. παρελκόμενο τμήμα αλευροσακιστικής μηχανής
  3. παρεμβαλλόμενη μηχανή ζύγισης αλεύρων στη γραμμή παραγωγής των αλευροβιομηχανιών, ή αλευροβιοτεχνιών για την παρακολούθηση της ωριαίας παραγωγής των επιμέρους τμημάτων.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ουσιαστικά ο αλευροζυγός, (εκτός γραμμής), διακόπτει επαναληπτικά τη ροή αλεύρων από την αλευρχοάνη σε προκαθορισμένο βάρος
  • αλευροζυγοί χρησιμοποιούνται και στην αρτοποιία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]