αλευρονοθεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρονοθεία οι αλευρονοθείες
      γενική της αλευρονοθείας των αλευρονοθειών
    αιτιατική την αλευρονοθεία τις αλευρονοθείες
     κλητική αλευρονοθεία αλευρονοθείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρονοθεία < αλεύρι + νοθεία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευρονοθεία ουδέτερο, πληθυντικός αλευρονοθείες

  1. νοθεία αλεύρων με σκοπό την εξαπάτηση και τον παράνομο πλουτισμό
    αλευρονοθείες πραγματοποιούνται κυρίως σε αλευραποθήκες και σε αποθήκες χονδροεμπορίου, που ελέγχονται από κλιμάκια του υπουργείου εμπορίου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]