αλευρονοθεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευρονοθεία ουδέτερο, πληθυντικός αλευρονοθείες
- νοθεία αλεύρων με σκοπό την εξαπάτηση και τον παράνομο πλουτισμό
- αλευρονοθείες πραγματοποιούνται κυρίως σε αλευραποθήκες και σε αποθήκες χονδροεμπορίου, που ελέγχονται από κλιμάκια του υπουργείου εμπορίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευρονοθεία
|