αλευροπωλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροπωλείο τα αλευροπωλεία
      γενική του αλευροπωλείου των αλευροπωλείων
    αιτιατική το αλευροπωλείο τα αλευροπωλεία
     κλητική αλευροπωλείο αλευροπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροπωλείο < αλεύρι + -πωλείο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευροπωλείο ουδέτερο, πληθυντικός αλευροπωλεία

  1. ο χώρος, ή κατάστημα πώλησης αλεύρων
  2. επιμέρους ονομασία του άλλοτε παντοπωλείου

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]