αλευροσκάφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευροσκάφη θηλυκό
- η ξύλινη μεγάλη σκάφη των αλευρόμυλων όπου συγκεντρώνεται το παραγόμενο αλεύρι κατά την άλεση.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευροσκάφη
|