αλευρόδενδρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρόδενδρο τα αλευρόδενδρα
      γενική του αλευροδένδρου
αλευρόδενδρου
των αλευροδένδρων
    αιτιατική το αλευρόδενδρο τα αλευρόδενδρα
     κλητική αλευρόδενδρο αλευρόδενδρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρόδενδρο < αλεύρι + δένδρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευρόδενδρο ουδέτερο

  • (φυτό) δένδρο που φύεται στην Αμερική και φέρει επίσημη ονομασία "μηλοχία (mélochie).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]