αλευρόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρόμετρο τα αλευρόμετρα
      γενική του αλευρομέτρου
αλευρόμετρου
των αλευρομέτρων
    αιτιατική το αλευρόμετρο τα αλευρόμετρα
     κλητική αλευρόμετρο αλευρόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευρόμετρο < αλεύρι + μέτρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευρόμετρο ουδέτερο

  • όργανο που χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό της αρτοποιητικής ικανότητας αλεύρων με σχετική δειγματοληψία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]