αλεύρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεύρωμα < αλευρώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεύρωμα ουδέτερο
- η συνέπεια του αλευρώνω
- πασπάλισμα με αλεύρι
- πασάλειμμα
- (μεταφορικά) επιδερμική αντίληψη γεγονότος, επιφανειακή μόρφωση
- (μεταφορικά) οι διάφορες προσθήκες σκοπιμότητας, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές. σε μια ειδησεογραφία, ή σε αναφορά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεύρωμα
|