αληθοφανέστερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αληθοφανέστερος < συγκριτικός βαθμός του αληθοφανής, αληροφαν-έσ-τερος
Επίθετο[επεξεργασία]
αληθοφανέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο πειστικός, που φαίνεται περισσότερο σαν αληθινός
- σε μία πλασματική μα αληθοφανέστερη' πραγματικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αληθοφανέστερος
|