αλημέριαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αλημέριαστος, -η, -ο[1]
- που δεν έχει λημέρι ή δεν βρίσκεται σ' αυτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λημέρι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ αλημέριαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλημέριαστος
|