αλητοπαρέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλητοπαρέα θηλυκό
- κακή συντροφιά συνήθως ανδρών ή στην οποία μπορεί να συμμετέχουν και λίγες γυναίκες, παρέα με άσχημες συνήθειες
- παρέα που διασκεδάζει ανέμελα και ίσως κάπως ανεύθυνα, όπου η λέξη μπορεί να χρησιμοποιείται όμως και τρυφερά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλητοπαρέα
|