αλητόπαιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλητόπαιδο τα αλητόπαιδα
      γενική του αλητόπαιδου των αλητόπαιδων
    αιτιατική το αλητόπαιδο τα αλητόπαιδα
     κλητική αλητόπαιδο αλητόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλητόπαιδο < αλήτ(ης) + -ο- + -παιδο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλητόπαιδο ουδέτερο

  1. το παιδί με συμπεριφορά αλήτη, το αλητάκι
  2. ο νεαρός που φέρεται αλήτικα και που βρίσκεται στη μετεφηβική ηλικία ή πάντως δεν πλησιάζει την ηλικία των 30 ετών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]