αλιβάνιστος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αλιβάνιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν τον έχουν λιβανίσει με λιβάνι, που δεν τον έχουν θυμιάσει
- (κατ’ επέκταση) που δεν (έχει) πάει στην εκκλησία να λειτουργηθεί
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν κολακεύσει