αλιγούρευτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλιγούρευτος < α- + λιγουρεύομαι + -τος < λιγούρα < λιγώνω < (ελληνιστική κοινή) / ὀλιγῶ < αρχαία ελληνική ὀλίγος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλιγούρευτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν λιγουρευτεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλιγούρευτος
|
|