αλκαϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλκαϊκός η αλκαϊκή το αλκαϊκό
      γενική του αλκαϊκού της αλκαϊκής του αλκαϊκού
    αιτιατική τον αλκαϊκό την αλκαϊκή το αλκαϊκό
     κλητική αλκαϊκέ αλκαϊκή αλκαϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλκαϊκοί οι αλκαϊκές τα αλκαϊκά
      γενική των αλκαϊκών των αλκαϊκών των αλκαϊκών
    αιτιατική τους αλκαϊκούς τις αλκαϊκές τα αλκαϊκά
     κλητική αλκαϊκοί αλκαϊκές αλκαϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλκαϊκός < ἀλκαϊκός < Ἀλκαῖος

Επίθετο[επεξεργασία]

αλκαϊκός

  • σχετικός με το αλκαϊκό μέτρο, τον αλκαϊκό ενδεκασύλλαβο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]