αλκυονίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλκυονίδα < (ελληνιστική κοινή) ἀλκυονίς < ἀλκυών
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλκυονίδα θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό: αλκυονίδες) ημέρα του Ιανουαρίου (ή γενικότερα χειμωνιάτικη), κατά την οποία έχει καλοκαιρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλκυονίδα
|