αλκυόνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλκυόνη | οι | αλκυόνες |
γενική | της | αλκυόνης | των | αλκυονών |
αιτιατική | την | αλκυόνη | τις | αλκυόνες |
κλητική | αλκυόνη | αλκυόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλκυόνη < αρχαία ελληνική ἀλκυών
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλκυόνη θηλυκό
- (πτηνό) άλλη μορφή του αλκυόνα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αλκυόνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλκυόνη
|