αλλήθωρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλλήθωρος
- που πάσχει από στραβισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το μάτι σου τ' αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο: ειρωνική έκφραση προς άτομο στο οποίο θέλουμε να υπονοήσουμε ότι δεν ξέρει τι λέει
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- συχνά χρησιμοποιείται και η γραφή αλλοίθωρος η οποία προέρχεται από διαφορετική ετυμολόγηση της λέξης (από το ἀλλοῖα θεωροῦντες)