αλλαντοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλαντοβιομηχανία < αλλαντ(ικό) + -ο- + βιομηχανία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλαντοβιομηχανία θηλυκό
- η βιομηχανία αλλαντικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαντοβιομηχανία
|