αλλαντοπωλείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλαντοπωλείο < ἀλλαντοπωλεῖον στην καθαρεύουσα < αρχαία ελληνική ἀλλαντοπώλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλαντοπωλείο ουδέτερο
- το κατάστημα που πουλάει αλλαντικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαντοπωλείο