αλλαξοδρομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλλαξοδρομώ < αλλάζω (από τον αόριστο άλλαξα) + δρόμος

Ρήμα[επεξεργασία]

αλλαξοδρομώ

  • αλλάζω δρόμο, συνήθως για να αποφύγω μια δυσάρεστη συνάντηση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]