αλλαξοδρομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αλλαξοδρομώ
- αλλάζω δρόμο, συνήθως για να αποφύγω μια δυσάρεστη συνάντηση
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλλαξοδρομώ | αλλαξοδρομούσα | θα αλλαξοδρομώ | να αλλαξοδρομώ | αλλαξοδρομώντας | |
β' ενικ. | αλλαξοδρομείς | αλλαξοδρομούσες | θα αλλαξοδρομείς | να αλλαξοδρομείς | (αλλαξοδρόμει) | |
γ' ενικ. | αλλαξοδρομεί | αλλαξοδρομούσε | θα αλλαξοδρομεί | να αλλαξοδρομεί | ||
α' πληθ. | αλλαξοδρομούμε | αλλαξοδρομούσαμε | θα αλλαξοδρομούμε | να αλλαξοδρομούμε | ||
β' πληθ. | αλλαξοδρομείτε | αλλαξοδρομούσατε | θα αλλαξοδρομείτε | να αλλαξοδρομείτε | αλλαξοδρομείτε | |
γ' πληθ. | αλλαξοδρομούν(ε) | αλλαξοδρομούσαν(ε) | θα αλλαξοδρομούν(ε) | να αλλαξοδρομούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλλαξοδρόμησα | θα αλλαξοδρομήσω | να αλλαξοδρομήσω | αλλαξοδρομήσει | ||
β' ενικ. | αλλαξοδρόμησες | θα αλλαξοδρομήσεις | να αλλαξοδρομήσεις | αλλαξοδρόμησε | ||
γ' ενικ. | αλλαξοδρόμησε | θα αλλαξοδρομήσει | να αλλαξοδρομήσει | |||
α' πληθ. | αλλαξοδρομήσαμε | θα αλλαξοδρομήσουμε | να αλλαξοδρομήσουμε | |||
β' πληθ. | αλλαξοδρομήσατε | θα αλλαξοδρομήσετε | να αλλαξοδρομήσετε | αλλαξοδρομήστε | ||
γ' πληθ. | αλλαξοδρόμησαν αλλαξοδρομήσαν(ε) |
θα αλλαξοδρομήσουν(ε) | να αλλαξοδρομήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλλαξοδρομήσει | είχα αλλαξοδρομήσει | θα έχω αλλαξοδρομήσει | να έχω αλλαξοδρομήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλλαξοδρομήσει | είχες αλλαξοδρομήσει | θα έχεις αλλαξοδρομήσει | να έχεις αλλαξοδρομήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλλαξοδρομήσει | είχε αλλαξοδρομήσει | θα έχει αλλαξοδρομήσει | να έχει αλλαξοδρομήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλλαξοδρομήσει | είχαμε αλλαξοδρομήσει | θα έχουμε αλλαξοδρομήσει | να έχουμε αλλαξοδρομήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλλαξοδρομήσει | είχατε αλλαξοδρομήσει | θα έχετε αλλαξοδρομήσει | να έχετε αλλαξοδρομήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλλαξοδρομήσει | είχαν αλλαξοδρομήσει | θα έχουν αλλαξοδρομήσει | να έχουν αλλαξοδρομήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαξοδρομώ
|