αλλαξοπιστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλαξοπιστία < αλλαξοπιστώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλαξοπιστία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αλλαξόπιστος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλαξοπιστία
|