αλλεπαλληλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλεπαλληλία < μεσαιωνική ελληνική ἀλλεπαλληλία < ἀλλεπάλληλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλεπαλληλία θηλυκό
- (λόγιο) η τοπική ή χρονική αλληλοδιαδοχή ή αλληλουχία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλεπαλληλία