αλλεργιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλεργιολογικός < αλλεργιολογ(ία) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλεργιολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την αλλεργιολογία ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αλλεργιολόγος, αλλεργία, άλλος, έργο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλεργιολογικός
|