αλληλεπιδρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλεπιδρώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αλληλεπιδρώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλεπιδρώ | αλληλεπιδρούσα | θα αλληλεπιδρώ | να αλληλεπιδρώ | αλληλεπιδρώντας | |
β' ενικ. | αλληλεπιδράς | αλληλεπιδρούσες | θα αλληλεπιδράς | να αλληλεπιδράς | αλληλεπίδρα - αλληλεπίδραγε | |
γ' ενικ. | αλληλεπιδρά | αλληλεπιδρούσε | θα αλληλεπιδρά | να αλληλεπιδρά | ||
α' πληθ. | αλληλεπιδρούμε | αλληλεπιδρούσαμε | θα αλληλεπιδρούμε | να αλληλεπιδρούμε | ||
β' πληθ. | αλληλεπιδράτε | αλληλεπιδρούσατε | θα αλληλεπιδράτε | να αλληλεπιδράτε | αλληλεπιδράτε | |
γ' πληθ. | αλληλεπιδρούν | αλληλεπιδρούσαν | θα αλληλεπιδρούν | να αλληλεπιδρούν | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλεπίδρασα | θα αλληλεπιδράσω | να αλληλεπιδράσω | αλληλεπιδράσει | ||
β' ενικ. | αλληλεπίδρασες | θα αλληλεπιδράσεις | να αλληλεπιδράσεις | αλληλεπίδρα - αλληλεπίδρασε | ||
γ' ενικ. | αλληλεπίδρασε | θα αλληλεπιδράσει | να αλληλεπιδράσει | |||
α' πληθ. | αλληλεπιδράσαμε | θα αλληλεπιδράσουμε | να αλληλεπιδράσουμε | |||
β' πληθ. | αλληλεπιδράσατε | θα αλληλεπιδράσετε | να αλληλεπιδράσετε | αλληλεπιδράστε | ||
γ' πληθ. | αλληλεπίδρασαν αλληλεπιδράσαν(ε) |
θα αλληλεπιδράσουν(ε) | να αλληλεπιδράσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλληλεπιδράσει | είχα αλληλεπιδράσει | θα έχω αλληλεπιδράσει | να έχω αλληλεπιδράσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλληλεπιδράσει | είχες αλληλεπιδράσει | θα έχεις αλληλεπιδράσει | να έχεις αλληλεπιδράσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλεπιδράσει | είχε αλληλεπιδράσει | θα έχει αλληλεπιδράσει | να έχει αλληλεπιδράσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλεπιδράσει | είχαμε αλληλεπιδράσει | θα έχουμε αλληλεπιδράσει | να έχουμε αλληλεπιδράσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλεπιδράσει | είχατε αλληλεπιδράσει | θα έχετε αλληλεπιδράσει | να έχετε αλληλεπιδράσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλεπιδράσει | είχαν αλληλεπιδράσει | θα έχουν αλληλεπιδράσει | να έχουν αλληλεπιδράσει |
|