αλληλοβοηθούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αλληλοβοηθούμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αλληλοβοηθούμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοβοηθούμενος
|