αλληλογραφώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλληλογραφώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αλληλογραφώ
- γράφω γράμματα που στέλνω σε κάποιον και επίσης παίρνω γράμματα από αυτόν, ανταλλάζουμε επιστολές
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αλληλογραφώ | αλληλογραφούσα | θα αλληλογραφώ | να αλληλογραφώ | αλληλογραφώντας | |
β' ενικ. | αλληλογραφείς | αλληλογραφούσες | θα αλληλογραφείς | να αλληλογραφείς | (αλληλογράφει) | |
γ' ενικ. | αλληλογραφεί | αλληλογραφούσε | θα αλληλογραφεί | να αλληλογραφεί | ||
α' πληθ. | αλληλογραφούμε | αλληλογραφούσαμε | θα αλληλογραφούμε | να αλληλογραφούμε | ||
β' πληθ. | αλληλογραφείτε | αλληλογραφούσατε | θα αλληλογραφείτε | να αλληλογραφείτε | αλληλογραφείτε | |
γ' πληθ. | αλληλογραφούν(ε) | αλληλογραφούσαν(ε) | θα αλληλογραφούν(ε) | να αλληλογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αλληλογράφησα | θα αλληλογραφήσω | να αλληλογραφήσω | αλληλογραφήσει | ||
β' ενικ. | αλληλογράφησες | θα αλληλογραφήσεις | να αλληλογραφήσεις | αλληλογράφησε | ||
γ' ενικ. | αλληλογράφησε | θα αλληλογραφήσει | να αλληλογραφήσει | |||
α' πληθ. | αλληλογραφήσαμε | θα αλληλογραφήσουμε | να αλληλογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | αλληλογραφήσατε | θα αλληλογραφήσετε | να αλληλογραφήσετε | αλληλογραφήστε | ||
γ' πληθ. | αλληλογράφησαν αλληλογραφήσαν(ε) |
θα αλληλογραφήσουν(ε) | να αλληλογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αλληλογραφήσει | είχα αλληλογραφήσει | θα έχω αλληλογραφήσει | να έχω αλληλογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αλληλογραφήσει | είχες αλληλογραφήσει | θα έχεις αλληλογραφήσει | να έχεις αλληλογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αλληλογραφήσει | είχε αλληλογραφήσει | θα έχει αλληλογραφήσει | να έχει αλληλογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αλληλογραφήσει | είχαμε αλληλογραφήσει | θα έχουμε αλληλογραφήσει | να έχουμε αλληλογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αλληλογραφήσει | είχατε αλληλογραφήσει | θα έχετε αλληλογραφήσει | να έχετε αλληλογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αλληλογραφήσει | είχαν αλληλογραφήσει | θα έχουν αλληλογραφήσει | να έχουν αλληλογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλογραφώ